- ματαιότατε
- μάταιοςvainmasc voc superl sgμάταιοςvainmasc voc superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ματαιόταθ' — ματαιότατα , μάταιος vain adverbial superl ματαιότατα , μάταιος vain neut nom/voc/acc superl pl ματαιότατα , μάταιος vain adverbial superl ματαιότατα , μάταιος vain neut nom/voc/acc superl pl ματαιότατε , μάταιος vain masc voc superl sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)